χιέζω

χιέζω
Α
ιων. τ. βλ. χιάζω (Ι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μιεστήρ — μιεστήρ, ὁ (Α) μιάστωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλη γραφή τού μιαστήρ* (πρβλ. χιέζω: χιάζω, πιέζω: πιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • χιάζω — (I) ΝΜΑ, και ιων. τ. χιέζω Α [χεῑ/χῑ] 1. χαράζω γραμμές που διασταυρώνονται σε σχήμα Χ 2. τέμνω σε σχήμα Χ νεοελλ. 1. τοποθετώ σταυροειδώς, διασταυρώνω 2. θέτω το σημείο Χ για την επισήμανση νόθου ή αμφίβολου χωρίου σε έγγραφο αρχ. 1. (ρητ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”